κοπιώ

κοπιώ
(ΑM κοπιῶ, -άω) [κόπος]
1. καταλαμβάνομαι από κόπωση, υποβάλλομαι σε κόπο, κουράζομαι («καὶ ἔκοψέ σου τὴν οὐραγίαν τοὺς κοπιῶντας ὀπίσω σου, σὺ δὲ ἐκείνας καὶ ἐκοπίας», ΠΔ)
2. εργάζομαι σκληρά, μοχθώ, κοπιάζω (α. «κι όποιος κοπιά κι εις το καλό σπουδάζει», Ερωφ.
β. «καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῑς ἰδίαις χερσί», ΚΔ)
3. (μτβ.) κουράζω («πλιο δεν κοπιά το λογισμό μηδέ το νου παιδεύγει», Ερωτόκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοπιῶ — κοπίζω talk idly fut ind act 1st sg (attic epic doric) κοπιάω to be tired pres imperat mp 2nd sg κοπιάω to be tired pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κοπιάω to be tired pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κοπιάω to be tired imperf ind mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφου(γ)κράζομαι — και αφαγκράζομαι και αφακράζομαι και αφουκρούμαι 1. ακούω με προσοχή 2. στήνω αφτί, κρυφακούω 3. ακροάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι νεοελλ. τ. αφου(γ)κράζομαι, αφακράζομαι, αφουκρούμαι προήλθαν από το αρχ. επακροώμαι με τις ακόλουθες μεταβολές: επακροώμαι… …   Dictionary of Greek

  • ακοπίαστος — η, ο (Α ἀκοπίαστος, ον) και ακόπιαστος η, ο 1. αυτός που γίνεται χωρίς κόπο, που δεν προξενεί κόπο «ακόπιαστη δουλειά» «ἀκοπίαστος ὁδὸς» (Αριστοτ.) 2. εκείνος που αντέχει στους κόπους, ο ακαταπόνητος «ακοπίαστος άνθρωπος» «ἀκοπίαστον φῶς ἡλίου»… …   Dictionary of Greek

  • κοπίαμα — κοπίαμα, τὸ (Μ) [κοπιώ] κοπιαστική εργασία …   Dictionary of Greek

  • κοπιάζω — (Μ κοπιάζω) 1. καταβάλλω κόπο, μοχθώ, κουράζομαι («κόπιασε πολύ για να μεγαλώσει τα παιδιά της») 2. πηγαίνω κάπου νεοελλ. φρ. α) (η προστακτική φιλοφρονητικά) i) «κοπιάστε να φάμε» ελάτε να φάμε ii) «κόπιασε μέσα» πέρασε, έλα μέσα β) (η… …   Dictionary of Greek

  • κοπιάτης — κοπιάτης, ὁ (ΑM) [κοπιώ] αυτός που έχει ως επάγγελμα να σκάβει τάφους, νεκροθάφτης αρχ. εργατικό, φιλόπονο άτομο …   Dictionary of Greek

  • κοπιαρός — κοπιαρός, ά, όν (Α) [κοπιώ] κοπιώδης, κοπιαστικός, κουραστικός …   Dictionary of Greek

  • κοπιώδης — ες (Α κοπιώδης, ῶδες) [κοπιώ] 1. επίπονος, κοπιαστικός, κουραστικός (α. «κοπιώδης εργασία» β. «καί τών άλλων πόνοι κοπιώδεα τρόπον», Ιπποκρ.) 2. οχληρός, φορτικός. επίρρ... κοπιωδώς κοπιαστικά, κουραστικά …   Dictionary of Greek

  • προκοπιώ — άω, Α κοπιάζω, μοχθώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοπιῶ (< κόπος)] …   Dictionary of Greek

  • συγκοπιώ — άω, ΜΑ κοπιάζω μαζί με κάποιον άλλο ή άλλους μσν. βοηθώ κάποιον παρέχοντάς του υλική ή και άλλου είδους βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κοπιῶ «μοχθώ, κοπιάζω» (< κόπος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”